- παραβράζω
- μετ. слишком долго варить, переварить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραβράζω — (μτβ. και αμτβ.) βράζω κάτι ή βράζω ο ίδιος περισσότερο από όσο πρέπει ή από όσο χρειάζεται («τά παράβρασες τα φασόλια και χύλωσαν» β. «τα χόρτα έχουν παραβράσει») … Dictionary of Greek
βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… … Dictionary of Greek
υπερέψω — Α βράζω περισσότερο από όσο πρέπει, παραβράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἔψω «ψήνω, βράζω»] … Dictionary of Greek
υπερζέω — Α 1. βράζω πάρα πολύ, παραβράζω 2. μτφ. α) (για τον ήλιο) καίω από ψηλά β) βρίσκομαι σε ψυχικό αναβρασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ζέω «βράζω, κοχλάζω»] … Dictionary of Greek